περιαυγής

περιαυγής
-ές, ΝΑ
1. αυτός που φωτίζει ολόγυρα
2. αυτός που φωτίζεται από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. δι-αυγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιαυγής — beaming round about masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαυγέα — περιαυγής beaming round about neut nom/voc/acc pl (epic ionic) περιαυγής beaming round about masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαυγέστατον — περιαυγής beaming round about masc acc superl sg περιαυγής beaming round about neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαυγεῖ — περιαυγέομαι to be surrounded with light pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιαυγής beaming round about masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περιαυγής beaming round about masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • περιαυγούμαι — έομαι, Α [περιαυγής] περιβάλλομαι από φως, περιαυγάζομαι …   Dictionary of Greek

  • περιαύγεια — ἡ, Α [περιαυγής] διάχυτο φως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”